Ένας εφιάλτης ήταν, αλλά δεν το ήξερα. Ίσως γιατί τον έχω ξαναδεί, ξαναζήσει.
Τόσα χρόνια. Κοίτα να δεις…
Στην αρχή άκουγα ρυθμική, επίμονη, δυνατή μουσική, δηλαδή τι μουσική, ήχοι
κανίβαλων, τότε είδα και τους κανίβαλους, πλήθος αλαλάζον, όχλος μεθυσμένων. Τα
άρματα, πλατφόρμες ντυμένες με πλαστικό και φελιζόλ, πελώρια κι όμως ασήμαντα,
βαμμένα με έντονα χρώματα, κακόγουστα σαν σκυλάδικα μέσα στο πρωινό, προϊόντα
μιας γενικότερης τριγύρω ασχήμιας. Ένα ξέσπασμα, έτσι, σαν τάση για εμετό.
Μετά είδα αίμα, πολύ. Των αμνών, των εκδρομέων, των βαρελότων, των
αιμόφυρτων στα επείγοντα, των σκασμένων στο φαΐ στα επείγοντα, των εκδρομέων
πίσω ξανά. Σκουπίδια στην επικράτεια, πατημένες εξοχές, τα ίδια κάθε χρόνο, τα
γνωστά. Ένα σίχαμα, μια τάση για εμετό.
Ύστερα άνοιξαν τα σχολεία, πίσω στα γράμματα, πενταήμερες αντί για
πενθήμερες, άλλο ξέσπασμα, μην τα ξαναλέω. Οι καλοί μαθητές, αυτοί που όταν
αρρώσταιναν το φθινόπωρο δεν έλειψαν ούτε μια ώρα, ανοσία αγέλης, τώρα, τις
τελευταίες τρεις εβδομάδες απουσιάζουν. Σπίτι και φροντιστήριο, σκυμμένοι στους
βατήρες τους, ανταγωνιστικοί, μισοί, βαθειά αμόρφωτοι.
Ένας εφιάλτης ήταν, αλλά δεν το ήξερα. Ξύπνησα με την τηλεόραση να παίζει
αριθμούς νεκρών και νοσούντων, ο κόσμος θέλει να επανακάμψει, λέει, στο τέλος
δεν θα φοβάμαι τις νύχτες, αλλά τις μέρες μου.
Σχόλια
Δημοσίευση σχολίου