Ελάχιστα έως καθόλου, απαντώ.
Διότι εκπαιδευτήκαμε να μετράμε τους εαυτούς μας στα μάτια των άλλων, ακόμα
και κείνων που δεν εκτιμούμε. Το διάβα μας μια παρέλαση συλλογής εντυπώσεων
αδιακρίτως.
Μεγαλώνοντας δεν καλλιεργήσαμε τον ενδότερο κήπο μας, αντίθετα, χτίσαμε
περιβλήματα, διαδοχικά κελύφη που κρύβουν το μέσα μας. Το εξωτερικό κέλυφος, ένα
χαρμάνι φόβου και φιλοδοξίας, στέγνωσε και ψήθηκε για χρόνια, έγινε γυαλιστερό,
σκληρό, αδιαπέραστο. Για την επιβίωση και την πρόοδό μας.
Ο μέσα κήπος ρήμαζε από εγκατάλειψη, ενώ εμείς συμβουλευόμασταν καθρέφτες. Οι
οποίοι πάντα πρόβαλλαν την επιφάνεια των πραγμάτων, όχι το βάθος τους, ποιος
βουτάει στα σκοτάδια, μείναμε λοιπόν σ’ αυτήν. Στην επιφάνεια με δουλειά, λεφτά,
σπίτι, αυτοκίνητο, παιδιά που σπουδάζουν επιστήμονες.
Προχωρούσαμε, έτσι ορίζεται η ζωή στις μέρες μας, να προχωράς. Εύκολα,
δύσκολα. Κι όσοι γκρινιάζουν για ζωή-ποδήλατο, ξέρουν πόσο θα κινδύνευαν να
πέσουν μόλις σταματούσαν το πετάλι. Η κεκτημένη ταχύτητα όλη κι όλη η ισορροπία
μας.
Προχωρούσαμε, μπουλούκι σε ένα γελοίο θέατρο, με έμφαση στο ‘έχω’ αντί για
το ‘είμαι’, με προσωπεία στην θέση των προσώπων, με ανταγωνισμούς για το τίποτα.
Και τότε, εντελώς ξαφνικά, χωρίς να μας ρωτήσουν, μας σταματήσανε. Μας έκλεισαν.
Μέσα.
Ζόρικο το μέσα, ηφαιστειακό μάγμα που ίσως κάποτε εκρήγνυται. Αλλά εμείς,
οι λογικοί και ευαίσθητοι, αλλά όχι υπερβολικά, το ψάχνουμε. Ξεφλουδίζουμε το
κρεμμύδι δακρύζοντας, μα δεν το βρίσκουμε. Πού κρύβεται; Φοβάται; Λες να
μπορούμε, τώρα που μας έκλεισαν μέσα, να το ανακαλύψουμε; Μπορούμε, λες;
Ελάχιστα έως καθόλου, απαντώ.
Σχόλια
Δημοσίευση σχολίου